- ἐθελήσαι
- ἐθελήσαῑ , ἐθέλωto be willingaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐθελῆσαι — ἐθέλω to be willing aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'θελῆσαι — ἐθελῆσαι , ἐθέλω to be willing aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοφρονώ — (Α ὁμοφρονῶ, έω) [ομόφρων] έχω τις ίδιες σκέψεις, τα ίδια φρονήματα και τις ίδιες αρχές, απόψεις ή διαθέσεις με κάποιον άλλο, συμφωνώ, είμαι ομόφρων («οὐκ ἐθελῆσαι ὁμοφρονέειν, ἀλλὰ γνώμῃ διενειχθέντας», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek